- θεματικός
- η , ό[ν] тематический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεματικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεματικός — ή, ό (AM θεματικός) [θέμα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα λέξεως («θεματικό φωνήεν») νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα τής συζήτησης, στην ημερήσια διάταξη τών θεμάτων μσν. (στο Βυζάντιο) αυτός που ανήκει σε θέμα, σε… … Dictionary of Greek
θεματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο θέμα, στη ρίζα μιας λέξης: Θεματικά φωνήεντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεματικά — θεματικός of neut nom/voc/acc pl θεματικά̱ , θεματικός of fem nom/voc/acc dual θεματικά̱ , θεματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεματικώτερον — θεματικός of adverbial comp θεματικός of masc acc comp sg θεματικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεματικῶν — θεματικός of fem gen pl θεματικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεματικόν — θεματικός of masc acc sg θεματικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεματικαί — θεματικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεματικοί — θεματικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεματικοῦ — θεματικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεματικούς — θεματικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)